ποδηγέτης

ποδηγέτης
ποδ-ηγέτης, , wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποδηγέτης — ο, ΝΜΑ αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχ ηγέτης, ιππ ηγέτης)] …   Dictionary of Greek

  • ποδηγετῶν — ποδηγέτης leader masc gen pl ποδηγετέω guide pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγέτην — ποδηγέτης leader masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγέτου — ποδηγέτης leader masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγέτῃ — ποδηγέτης leader masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγέτας — ποδηγέτᾱς , ποδηγέτης leader masc acc pl ποδηγέτᾱς , ποδηγέτης leader masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδηγεσία — η, ΝΜΑ [ποδηγέτης] το να οδηγεί, να καθοδηγεί κανείς κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • ποδηγετώ — ποδηγετῶ, έω, ΝΜΑ [ποδηγέτης] 1. οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον 2. μτφ. καθοδηγώ, κατευθύνω ηθικά και πνευματικά κάποιον αρχ. διδάσκω («τἀγαθὰ... ποδηγετεῑν», Δημόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”